- ἀνεχάζετο
- ἀναχάζωmake to recoilimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνεχάζεθ' — ἀνεχάζετο , ἀναχάζω make to recoil imperf ind mp 3rd sg ἀνεχάζετε , ἀναχάζω make to recoil imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεχάζετ' — ἀνεχάζετο , ἀναχάζω make to recoil imperf ind mp 3rd sg ἀνεχάζετε , ἀναχάζω make to recoil imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυτθός — όν, θηλ. και ή, Α 1. ο μικρής ηλικίας, μικρός, νεαρός (α. «τυτθὸν ὄντ ἐν σπαργάνοις», Αισχύλ. β. «τυτθὸν θηρίον ἐντὶ μέλισσα», Θεοκρ.) 2. (η αιτ. εν. ουδ. ως επίρρ.) τυτθόν α) (ιδίως για τόπο) λίγο, λιγάκι («ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω», Ομ. Ιλ.) β)… … Dictionary of Greek